Kαθηγητής Μυστήριος: Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα

Στην κεντρική πλατεία του Τορίνο, “Πιάτσα Σαν-Κάρλο”, ώρα 11 το πρωί. Δέκα τουλάχιστον περίπτερα και αθλητική εφημερίδα ούτε για δείγμα. Την ίδια στιγμή, η Ιταλία βρισκόταν στο χείλος της Αίτνας, με τον πρόεδρο των εισαγγελέων να κατηγορείται για ανάμειξη στο θάνατο του εισαγγελέα ο οποίος είχε “ακουμπήσει” τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, που είχαν απαγάγει και δολοφονήσει τον πρωθυπουργό Άλντο Μόρο. Άλλα σκάνδαλα: υπουργοί αναμεμειγμένοι σε λαθρεμπόριο πετρελαίων και φοροδιαφυγή βιομηχάνων – όλα όμως πέρασαν ντούκου γιατί έπαιζε η “σκουάντρα ατζούρα”, με τις αθλητικές εφημερίδες να ξεπουλάνε 1,5 εκατομμύρια φύλλα και με τον Μπέαρζοτ να δηλώνει “στην Ελλάδα, θα προσπαθήσουμε να μη χάσουμε.” - Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα.
Δεκέμβριος, Κάτω Πατήσια: ο Αντονιόνι παίρνει τη μπάλα λίγο κάτω από τη σέντρα (“πήραμε έγχρωμη τηλεόραση, θα ανέβετε να δούμε την εθνική;”) και επιτίθεται κατά μέτωπο. Ξαφνικά σουτάρει απ’ τα 30 μέτρα (“μπαμπά, εμείς πότε θα πάρουμε έγχρωμη;”) και αλίμονο, ένα “γκελάκι” της μπάλας έφτανε να ξεγελάσει τον Σαργκάνη και να αποκαθηλώσει βίαια τη φήμη ολόκληρου “Φάντομ”. Το πρώτο μου “έγχρωμο” γκολ με τη μαμά να αναρωτιέται: “μα αυτός δεν είναι σκηνοθέτης, παίζει και κλωτσοσκούφι;” Ο Παναγούλιας έκανε το λάθος να παίξει τους Ιταλούς στη Λεωφόρο, με το μικρό τερέν να βολεύει αφάνταστα τη μετέπειτα παγκόσμια πρωταθλήτρια, που απλά έδωσε χώρο και διαχειρίστηκε το ματς.
Βαρκελώνη, 19 μήνες μετά: Ο τηλεοπτικός φακός έχει σκαλώσει σε εκπάγλου καλλονής βασίλισσες του καρναβαλιού που κλαίνε με λυγμούς. Η καλύτερη Βραζιλία όλων των εποχών έχει μόλις αποκλειστεί από την εκτελεστική δεινότητα ενός στράικερ που δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις αν είναι παίκτης ή ηδυπαθής πρωταγωνιστής που ξεπήδησε από κάδρο του Παζολίνι ή του Βισκόντι – εξάλλου σε μια χώρα που το δεκάρι μπορεί να είναι και σκηνοθέτης, γιατί το όνομα Πάολο Ρόσι να μην παραπέμπει ευθέως σε “ζεν πρεμιέ”;

“Το ποδόσφαιρο είναι η έσχατη ιερή παράσταση της εποχής μας. Κατά βάθος είναι ιεροτελεστία, ακόμα κι αν πρόκειται για εισβολή ή για επιδημία. Ενώ άλλες ιερές παραστάσεις, ακόμα και αυτή η θεία λειτουργία, βρίσκονται σε παρακμή, το ποδόσφαιρο είναι η μοναδική που μας απομένει. Το ποδόσφαιρο είναι το θέαμα εκείνο που έχει αντικαταστήσει το θέατρο.”
Αύγουστος 198_ Κυκλάδες, φωτιές στην άμμο, αποσπερίτης και κιθάρες - μα ξαφνικά σαματάς και “βα φανκούλο” και “κάτσο” και “κάτσε ρε καριόλη” και στα χέρια με “φρατέλους” για το πείραγμα μιας “bella ragazza”. Μέχρι που σκάνε τα πρώτα ακόρντα: “Μα εγώ που ζω για πάντα εδώ/ Che anno è, che giorno è/ κι όλο φεύγω το τέλος πριν να δω/ questo è il tempo di vivere con te...” με τα πάθη να κατευνάζονται και την ένταση να εκτονώνεται με τρόπο σχεδόν κατανυκτικό... Ούνα φάτσα, ούνα ραγκάτσα…
“Η ιταλική λογοτεχνία, πρόσφατο είδος, είναι η λογοτεχνία των δοκιμίων επιφυλλίδας – φίνα και λίγο εστέτ. Κατά βάθος είναι, σχεδόν πάντα, συντηρητική και λίγο επαρχιώτικη... χριστιανοδημοκρατική σε τελική ανάλυση. Μεταξύ των διαλέκτων που ομιλούνται σε μια χώρα υπάρχει ένα κοινό πεδίο, ακόμα και μεταξύ της αργκό και του πιο ακραίου ιδιώματος: η «κουλτούρα» της χώρας, η ιστορική της επικαιρότητα.
Κατόπιν τούτου, κυρίως δε για λόγους ιστορικούς και κουλτουραλικούς, το ποδόσφαιρο μερικών λαών είναι κατά βάση πεζό: πρόκειται για πρόζα δημιουργούμενη είτε από ρεαλιστές είτε από αισθητές. Το ιταλικό ποδόσφαιρο ανήκει στην κατηγορία της πρόζας που αναφέραμε εδώ δεύτερη: στην κατηγορία της πρόζας των εστέτ, δηλαδή. Άλλων λαών το ποδόσφαιρο είναι κατά βάση ποιητικό.”
Σαν λαός, συνηθίζουμε να θεωρούμε σαν σημείο αναφοράς κουλτούρας και συλλογικής κληρονομιάς, την “καθ’ ημάς Ανατολή” (με μια νοσταλγικότητα μάλιστα), ξεχνώντας ακόμη και το όνομα στο οποίο ακούν ακόμη οι ελάχιστοι πια εναπομείναντες στην Ινσταμπούλ: Rum – Ρωμιοί! Στην πράξη δηλαδή είμαστε πολύ περισσότερο έμπλεοι μυστικών και ψηγμάτων που αντιφεγγίζουν τη μαρμαρυγή της Δύσης, της “καθ’ ημάς Δύσης” μάλλον, της Magna Grecia. Οι καταβολές του κόσμου μας και της καθημερινότητας που διέπει ακόμη την ύπαιθρο, είναι ο πιο συνηθισμένος κόσμος της όμορης δύσης: Παπάδες, γλέντια και γάμοι, ποδόσφαιρο, λιτανείες και τελετές...

"Ποιητικό αφ’ εαυτού είναι και το «ντριμπλάρισμα» (ίσως όχι πάντα, όπως είναι το γκολ). Στην πραγματικότητα το όνειρο κάθε παίκτη (το οποίο συμμερίζεται και κάθε φίλαθλος) είναι να ξεκινήσει από τη σέντρα, να τους ντριμπλάρει όλους και να σημειώσει γκολ. Αν, μέσα στα όρια του επιτρεπτού, μπορεί κανείς να φανταστεί κάτι το έξοχο στο ποδόσφαιρο, τότε είναι αυτό ακριβώς. Δεν συμβαίνει όμως ποτέ. Είναι ένα όνειρο (που το είδα να γίνεται πραγματικότητα μόνο στην ταινία «I due maghi del pallone» με πρωταγωνιστή τον Φράνκο Φράνκι, που –αν και απλοϊκή– κατάφερε να είναι ονειρική).”
Στον αντίποδα, με το βρετανικό ποδόσφαιρο να μονοπωλεί για δεκαετίες την κρατική τηλεόραση τα μεσημέρια του Σαββάτου, είχαν γαλουχηθεί γενιές και γενιές φιλάθλων με το αξιωματικό πρότυπο-θέσφατο της υπεροχής του “αγγλοσαξωνικού φουτμπόλ” του πάθους και της δύναμης, κι ας φάνταζε τόσο ξένο με τον δικό μας σωματότυπο και το μεσογειακό ταπεραμέντο!

Λισσαβώνα - Ιούλιος (στις παρυφές του Μαύρου Κύκνου της Κρίσης) - Μιράκολο και ντελίριο! Ο ποδοσφαιρικός βέβαια αναλυτής του μέλλοντος θα δυσκολευτεί αφάνταστα να ξεχωρίσει κατά πόσο η ομάδα με τις μπλε εμφανίσεις που σήκωσε το «γαμημένο» είναι η σκουάντρα ατζούρα του Ελένιο Χερέρα ή κάποια υβριδική απομίμησή της (ή μήπως κακέκτυπο; ).
“Το κατενάτσιο και τα τριγωνάκια (ό,τι ο Μπρέρα αποκαλεί γεωμετρία) συνιστούν ποδόσφαιρο πρόζας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ποδόσφαιρο βασισμένο στη σύνταξη· ως συντεταγμένο δε παιχνίδι είναι συλλογικό / ομαδικό και οργανωμένο: κατατείνει στην έλλογη εκτέλεση του κώδικα. Η μοναδική του ποιητική στιγμή είναι η «αντεπίθεση» που καταλήγει σε γκολ (το οποίο, όμως, ούτως ή άλλως, όπως έχουμε ήδη δει, είναι αφ’ εαυτού ποιητικό). Φαίνεται, δηλαδή, εν τέλει ότι η ποιητική στιγμή του ποδοσφαίρου είναι (όπως πάντα) η ατομική ενέργεια (ντριμπλάρισμα και γκολ ή εμπνευσμένη πάσα).”
ΟΑΚΑ, αρχές Ιουνίου: “Μπαμπά, τι ώρα θα πάμε επιτέλους στο γήπεδο; Τι λες, έχουμε ελπίδες να κερδίσουμε;” – Με προϊστορία 2-5-10 σε 17 ματς και τους Ιταλούς να καίγονται να ξεπλύνουν την ντροπή της απουσίας τους μετά από 60 χρόνια σε Μουντιάλ, κάθε άλλο παρά εύκολο φαντάζει το πρώτο μας ραντεβού σε επίσημο ματς μετά το 1981, πόσο μάλλον αν το ποσοστό πλήρωσης του ΟΑΚΑ συναγωνιστεί τα ποσοστά της αποχής στο β΄γύρο των εκλογών.

ΥΓ1. Ο πρώτος επίσημος αγώνας που έδωσε η Εθνική μας ομάδα με την ίδρυση της ΕΠΟ, είναι το φιλικό μεταξύ Ελλάδας – Β΄Ιταλίας, που έγινε τον Απρίλιο του 1929 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού σε μια Αθήνα που ζει υπό το φόβο και την αγωνία της επαναφοράς του Δάγκειου πυρετού, η επιδημία του οποίου, είχε κτυπήσει σκληρά τον πληθυσμό κατά την προηγούμενη διετία. Μαζί με τη δεύτερη εθνική ομάδα της Ιταλίας, αποβιβάζεται στο λιμάνι του Πειραιά και η δεσποινίδα Έντα, πρωτότοκος κόρη του Ιταλού δικτάτορα…
ΥΓ2. Αντιπαθώ σφόδρα το φασισταριό που εκφράζει μειοψηφία των Ultras της Λάτσιο, αλλά ομολογουμένως δεν υπάρχει καλύτερη εκτέλεση του I Giardini di Marzo
ΥΓ3. Τα εμβόλιμα ‘italics’ είναι αποσπάσματα από δοκίμιο του Πιερ Πάολο Παζολίνι που δημοσιεύτηκε στις 3 Ιανουαρίου 1971 στην εφημερίδα του Μιλάνου Il Giorno.
